Το σημαντικότερο τοπόσημο της πόλης είναι ένας χώρος 14 περίπου στρεμμάτων, όπου πολέμησαν και τάφηκαν οι μαχητές της φρουράς της Ιερής Πόλης, οι Έλληνες και ξένοι Εξοδίτες. Στο χώρο αυτό διαδραματίστηκε η τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου, η οποία κατέληξε στην ηρωική Έξοδο της 10ης Απριλίου του 1826. Για το λόγο αυτό έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος, μαζί με τη γύρω περιοχή του, σε ακτίνα 100 μ. (ΥΑ 4715/1960/11-2-1961 – ΦΕΚ 75/Β/7-3-1961).
Το 1929, με απόφαση του Καποδίστρια, αποφασίστηκε η ανέγερση Ηρώου και η περισυλλογή των οστών των νεκρών της Εξόδου από τη γύρω περιοχή, τα οποία όμως λόγω του θανάτου του, άργησαν να υλοποιηθούν. Στο μεταξύ τα οστά συγκεντρώθηκαν στο ναό του Άγ. Παντελεήμονα. Τελικά το Ηρώο ανεγέρθηκε το 1838, επί Όθωνος, με τη μορφή τύμβου μυκηναϊκού τύπου, στον οποίο ενταφιάστηκαν τα λείψανα ανώνυμων υπερασπιστών της πόλης. Το 1858 διαμορφώθηκε ο κήπος, ο οποίος ανανεώθηκε σε μεταγενέστερα χρόνια. Τη σημερινή του μορφή ο χώρος πήρε το 1930. Περιλαμβάνει 69 μνημεία Ελλήνων και Φιλελλήνων, πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικά καλλιτεχνικά έργα και διαμορφώνουν μία υπαίθρια γλυπτοθήκη. Μεταξύ των μνημείων βρίσκεται ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη, που σκοτώθηκε στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου το 1823 και τάφηκε στο Μεσολόγγι.
Στην τρέχουσα φάση βρίσκεται σε εξέλιξη έργο αποκατάστασης και ανάδειξης του Κήπου, με χρηματοδότηση από το Ε.Π. «Δυτική Ελλάδα 2014-2020», βάσει μελέτης που συνέταξε η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων.
Προβολή 360
Η πύλη του τείχους σηματοδοτεί την είσοδο στο κεντρικό και το ιστορικό τμήμα της πόλης του Μεσολογγίου και αποτελεί την πραγματική αλλά και συμβολική είσοδο σε αυτό. Η σημερινή πύλη, η οποία ανήκει σε νεότερες ανακατασκευές των οχυρώσεων, κατέχει κεντρικό ρόλο στους επίσημους εορτασμούς, όπως και στα δρώμενα γύρω από το πανηγύρι του Αη-Συμιού. Εξωτερικά της έχει τοποθετηθεί επιβλητικό ορειχάλκινο άγαλμα που απεικονίζει την Ελευθερία, έργο του γλύπτη Ν. Κοτζιαμάνη.
Αμέσως δεξιά της Πύλης του τείχους και ανατολικά του Κήπου βρίσκεται το Δημοτικό Νοσοκομείο Αδελφών Χατζηκώστα, μεγαλοπρεπές κτίσμα, σήμερα ερειπωμένο. Κατασκευάστηκε το 1906, με δωρεά του ευεργέτη Γεώργιου Χατζηκώστα από τα Ιωάννινα, πάνω στα ερείπια του πρώτου δημοτικού νοσοκομείου (1852), το οποίο είχε διαφορετική μορφή. Το παλαιότερο αυτό νοσοκομείο λειτουργούσε έως τις αρχές του 20ου αι., οπότε τμήμα του κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η κατεδάφιση και η ανοικοδόμησή του. Το σημερινό κτίριο του νοσοκομείου είναι διώροφο, με νεοκλασικά χαρακτηριστικά και έχει κάτοψη σε σχήμα Ε.
Απέναντι από τον Κήπο των Ηρώων, στην οδό Θυσίας, βρίσκεται ο μονόχωρος ναός της Αγ. Παρασκευούλας, κατασκευασμένος στη θέση παλαιότερου ναού όπου αποφασίστηκε η Έξοδος. Νοτιοδυτικά του Κήπου, επί των οδών Αρχ. Δαμασκηνού και Κύπρου βρίσκεται το διώροφο κτίριο της Ιεράς Μητρόπολης (Δεσποτικό), όψιμο νεοκλασικό κτίσμα που κατασκευάστηκε το 1935.
Τα οχυρωματικά έργα
Το αρχικό φρούριο του Μεσολογγίου κατασκευάστηκε στη θέση αυτή το 1821. Στη συνέχεια γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε το 1823, με μελέτη του Χιώτη μηχανικού Μιχ. Κοκκίνη, ο οποίος θα πέθαινε αργότερα και ο ίδιος κατά την Έξοδο. Ήταν πολυγωνικής κάτοψης και απομονωνόταν μέσω βαθειάς τάφρου που επικοινωνούσε με τη λιμνοθάλασσα, ενώ στο εσωτερικό της υπήρχαν δύο μικρότερες τάφροι. Είχε 20 προμαχώνες, οι οποίοι έφεραν τα ονόματα επιφανών ανδρών, όπως Γουλιέλμος Τέλλος, Φραγκλίνος, Βύρων κ.λ.π. Σήμερα στη θέση του προμαχώνα ((ν)τάπια) του Φραγκλίνου ή «Τερρίμπιλε», που λεγόταν και πλατεία της νίκης και είχε επταγωνικό σχήμα, διατηρείται κανόνι λίγα μέτρα δυτικά του Ηρώου και ο χώρος είναι κηρυγμένος ως αρχαιολογικός, μαζί με τη γύρω περιοχή του (ΥΑ 61746/2487/8-11-1958 – ΦΕΚ 311/Β/18-11-1958). Η ονομασία Τερρίμπιλε οφείλεται στις σφοδρές μάχες που δόθηκαν για την υπεράσπισή του.
Τα οχυρωματικά έργα κατασκευάστηκαν με μεγάλη συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού. Οι οχυρώσεις, με ανάπτυγμα περί τα 2.000 μέτρα, ύψος μέχρι 3,5 μέτρα και πλάτος που ποίκιλλε, ήταν πλινθόκτιστες και ενισχυμένες με ασβεστοκονίαμα και είχαν κλίση στα ανώτερα εξωτερικά τους τμήματα. Ξύλινοι πάσσαλοι συγκρατούσαν το χώμα σε αρκετά τμήματα μεταξύ των προμαχώνων. Χαρακτηριστικό της οχύρωσης, που συμπληρώθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας χωρίς να καλύπτει όλο το μήκος της, ήταν η «κεκαλυμμένη οδός», ένα όρυγμα πλάτους δύο μέτρων παράλληλα της τάφρου, προς την εξωτερική της πλευρά, που χρησίμευε και για τη συγκέντρωση των ενόπλων πριν από επίθεση στο εχθρικό στρατόπεδο.
Η θέση του Μεσολογγίου ήταν φύσει οχυρή, λόγω της προστασίας της από την πλευρά της λιμνοθάλασσας. Κατά τη διάρκεια των πολιορκιών μάλιστα, η πόλη ήταν σαν ένα νησί, αφού κάθε είδους τροφοδοσία και βοήθεια, ερχόταν κυρίως από τη θάλασσα. Η οχύρωση της πόλης, ωστόσο, εμφάνιζε σημαντικές αδυναμίες, όπως περιορισμένο πλάτος, έλλειψη πύργων, αστάθεια κατασκευής λόγω του ελώδους εδάφους, λίγα και παλιά σιδερένια κανόνια. Με την Έξοδο το τείχος αυτό υπέστη μεγάλες ζημιές και ξαναχτίστηκε εν μέρει το 1838 επί Όθωνος.
Το σημερινό τείχος είναι κατασκευασμένο το 1850 στη θέση της παλαιάς οχύρωσης και οριοθετεί τον λεγόμενο «φράχτη» των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όπως τον είχε αποκαλέσει υποτιμητικά ο Ιμπραήμ πασάς. Η σημερινή πύλη του τείχους, που αποτελεί την κεντρική είσοδο της πόλης, βρίσκεται στη θέση της παλαιάς πύλης εισόδου.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου
Το 1825 ο Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς, Οθωμανός στρατηγός επονομαζόμενος Κιουταχής, με μεγάλο στρατό, 30.000 ανδρών, στρατοπέδευσε στην περιοχή και ξεκίνησε μία νέα πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι αρχικές επιθέσεις του και προσπάθειες αποκλεισμού της πόλης δεν ήταν επιτυχείς. Η δυνατότητα εφοδιασμού της από τη θάλασσα, στην οποία σημαντικός ήταν ο ρόλος των Επτανήσων, αποτελούσε πλεονέκτημα, ταυτόχρονα όμως και αδυναμία, αφού κατά μεγάλο μέρος κρινόταν από τον έλεγχο στρατηγικών νησίδων της λιμνοθάλασσας. Ως ένα σημείο ο Μιαούλης κατάφερνε να ανεφοδιάζει την πόλη. Οι στρατηγοί Καραϊσκάκης και Τζαβέλας ήρθαν από τα Σάλωνα με 400 άνδρες για να αιφνιδιάσουν τους Τούρκους.
Μέχρι τα τέλη του έτους οι τουρκικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά, οι οποίες αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν στο Κρυονέρι, αντιμετωπίζοντας αρχικά ισχυρή αντίσταση από τους πολιορκημένους. Μόλις έφτασε τους πρότεινε να παραδοθούν, για να εισπράξει ισχυρή άρνηση. Αμέσως μετά άρχισε να βομβαρδίζει ανηλεώς την πόλη και να κατασκευάζει οχυρωματικά έργα, για τα οποία οι κάτοικοί της είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για ένα «φρούριο» στο μέγεθος του Μεσολογγίου.
Από τον Μάρτιο όμως η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, με την κατάληψη από τους Τούρκους νησίδων της λιμνοθάλασσας, όπως το Βασιλάδι, ο Ντολμάς και το Αιτωλικό, οι οποίες λειτουργούσαν ως προπύργια του Μεσολογγίου. Μετά από μία σφοδρή μάχη, στην οποία τα στρατεύματα του Ιμπραήμ είχαν πολύ βαριές απώλειες, οι Έλληνες κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο της νησίδας Κλείσοβα. Αυτή όμως ήταν και η τελευταία μεγάλη νίκη, καθώς πλέον ο ανεφοδιασμός των πολιορκημένων είχε καταστεί αδύνατος. Η δύναμη των Αιγυπτίων έφτανε εκείνη τη στιγμή τις 18.000 και αυτή του Κιουταχή τους 20.000 άνδρες περίπου.
Η κατάσταση στην πόλη έγινε πλέον δραματική και η πείνα άρχισε να θερίζει τους κατοίκους, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν και να τρέφονται με πικραλίδες, αρμυρίκια της θάλασσας και κάθε είδους ζώα, όπως κατοικίδια και τρωκτικά, για να επιβιώσουν, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις νεκροφαγίας. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Ορίστηκε για τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων, μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826. Την απόφαση της Εξόδου ανέγνωσε ο Επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών. Το προηγούμενο διάστημα ξεκίνησαν οι προετοιμασίες, με την κατασκευή γεφυριών. Υπήρχε η σκέψη οι γονείς να ποτίσουν τα παιδιά αφιόνι για να μην κλαίνε. Την παραμονή της Εξόδου οι υπερασπιστές έλαβαν την τελευταία Θεία Κοινωνία.
Τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826 οι δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρία σώματα, υπό την αρχηγία του Νότη Μπότσαρη, Δημητρίου Μακρή και Κίτσου Τζαβέλα. Στο μέσο του τριγώνου που θα σχημάτιζαν αυτές οι δυνάμεις, τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Σημείο συνάντησης θα ήταν η τοποθεσία «αμπέλι του Κότσικα», στους πρόποδες του Ζυγού, στον δρόμο που οδηγούσε στη μονή του Αγ. Συμεών, σε απόσταση μιάμιση ώρας από το Μεσολόγγι.
Η Έξοδος ξεκίνησε από το ανατολικό τμήμα των οχυρώσεων. Πληροφορημένοι από προδοσία οι τουρκο-αιγύπτιοι για το σχέδιο των πολιορκημένων, είχαν ενισχύσει το πυροβολικό τους και βρίσκονταν σε στάση αναμονής. Αρχικά άκουσαν μόνο το θόρυβο, χωρίς να βλέπουν ακόμη το συγκεντρωμένο πλήθος. Μόλις όμως βγήκε το φεγγάρι, αποκαλύφθηκε πλέον η φρουρά, που είχε σχεδόν βγει από τα τείχη. Οι πολιορκητές απάντησαν με σφοδρή επίθεση, που συνοδεύτηκε από σφαγή, ενώ ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που θα επιτιθόταν από τις πλαγιές του Ζυγού σε αντιπερισπασμό, δεν κατάφερε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του. Παράλληλα, στο μοναστήρι του Αγ. Συμεών περίμενε ο Μουστάμπεης με 500 Αλβανούς ιππείς.
Η πρωτοπορία του σώματος της Εξόδου έφτασε αποδεκατισμένη στις πλαγιές του βουνού και από εκεί, μέσω της ορεινής Ναυπακτίας, όπου συνάντησαν τον Καραϊσκάκη, στην Άμφισσα. Πιθανώς χρησιμοποίησαν αρχαίο μονοπάτι που διερχόταν το όρος Αράκυνθος, το οποίο χρησιμοποιούσαν ακόμη μέχρι πρόσφατα κτηνοτρόφοι.
Η πόλη γνώρισε την ολοκληρωτική καταστροφή και κυλίστηκε στο αίμα. Χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες πηγές, οι πεσόντες ήταν περί τους 4.000, οι αιχμάλωτοι γύρω στους 3.000, ενώ 2.000 περίπου κατάφεραν να σωθούν. Μία θάλασσα φωτιάς ξεχύθηκε παντού. Καταστροφή, ερημιά και δυστυχία επικράτησε. Μόνο το σπίτι όπου έζησε και πέθανε ο Byron και άλλα είκοσι σπίτια διασώθηκαν.
Η τραγική έξοδος, εκτός από το δραματικό της αποτέλεσμα για τους Έλληνες και την πόλη του Μεσολογγίου, συγκλόνισε την Ευρώπη και έγινε αφορμή να αναζωπυρωθούν τα φιλελληνικά συναισθήματα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας, ενώ αποτυπώθηκε σε διάφορες μορφές τέχνης, όπως η ζωγραφική, η γλυπτική και η ποίηση (Ουγκώ).
Το Μεσολόγγι παρέμεινε υπό την τουρκική κυριαρχία για περίπου τρία χρόνια ακόμη. Στις 2 Μαΐου 1829 η πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Στη μνήμη της τραγικής Εξόδου
Ο εορτασμός της Εξόδου καθιερώθηκε από τον Δήμο το 1884 και είναι η πιο σημαντική τοπική εορτή, την οποία τιμούν με την παρουσία τους πολλές ελληνικές και ξένες πολιτικές προσωπικότητες, ενώ η πόλη συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών. Ξεκίνησε από το βράδυ του Σαββάτου του 1850, όταν συγγενείς των πεσόντων πήγαν να κάνουν μνημόσυνο, και εξελίχθηκε σταδιακά σε θεσμό. Το 1906 καθιερώθηκε πλέον με Προεδρικό Διάταγμα ως εθνική γιορτή.
Οι εκδηλώσεις κορυφώνονται το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων, με την μεγάλη πομπή να διασχίζει την πόλη, περνώντας από τη Μητρόπολη, και να καταλήγει στον Κήπο των Ηρώων. Οι συμμετέχοντες φορούν παραδοσιακές στολές και συνοδεύουν με πένθιμο βηματισμό την εικόνα της Εξόδου, αντίγραφο του έργου του Βρυζάκη που εκτίθεται στη Δημοτική Πινακοθήκη. Το βράδυ του Σαββάτου τελείται στο κέντρο του Κήπου των Ηρώων η αναπαράσταση της ανατίναξης του δημογέροντα Χρήστου Καψάλη.