Σε Σταυροδρόμια Βυζαντινά

Μονή Αγ. Συμεώνος και πανηγύρι του Αη Συμιού

Η μονή βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλαγιά της οροσειράς του Ζυγού, σε απόσταση 8 χλμ. από το Μεσολόγγι και σε υψόμετρο περίπου 190 μ. Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, ο χώρος του είχε οριστεί από την φρουρά του Μεσολογγίου ως σημείο συνάντησης μετά την Έξοδο των πολιορκημένων, ενώ υπήρξε γενικά τόπος συνάντησης των αρματολών, των κλεφτών, των ιερέων και των ραγιάδων.

Λόγω αυτής της ιστορικής σύνδεσης, το μοναστήρι μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του, σε ακτίνα 200 μ. περιμετρικά του, είναι χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ33/53410/1815/21-2-2000 – ΦΕΚ 277/Β/9-3-2000). Φέρεται κατά την παράδοση να κτίστηκε το 1740,  επί του ηγουμένου Ταρασίου Τσούμαρη. Κατά την Επανάσταση κάηκε δύο φορές. Το 1826 επισκευάστηκε από τον αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο Αγγελέτο. Με τη σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1829-1834. Το 1973 κτίσθηκε το κτίριο που βρίσκεται σήμερα βόρεια του καθολικού, σύμφωνα με επιγραφή.

Το μοναστήρι αποτελείται από το καθολικό και κελλιά ισόγεια και διώροφα στα βόρεια και βορειοανατολικά. Το καθολικό ανήκει στον αθωνίτικο τύπο και αποτελεί το μοναδικό γνωστό παράδειγμα της κατηγορίας αυτής στην περιοχή. Πρόκειται για τρίκογχο ναΰδριο με τρούλο στον τύπο του μονόχωρου σταυροειδή εγγεγραμμένου ναού. Είναι λιθόκτιστο, κεραμοσκεπές, με οδοντωτές ταινίες από συμπαγή τούβλα. Ο καμαροσκέπαστος νάρθηκας, το πέτρινο διώροφο κωδωνοστάσιο, ενσωματωμένο στο δυτικό τμήμα της νότιας όψης του ναού, αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες.

Το Πανηγύρι του Αγίου Συμεών (Άη Συμιού)

Πρόκειται για έθιμο με ιστορική, θρησκευτική και μουσικοχορευτική διάσταση, που τελείται δύο φορές τον χρόνο, το διήμερο της Υπαπαντής (2-3 Φεβρουαρίου) και το τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος (Σάββατο-Τρίτη). Είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές για την πόλη του Μεσολογγίου, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά τις γιορτές Εξόδου, και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο ξεχωριστά δρώμενα της Αιτωλίας. Συνιστά σήμερα κυρίαρχο στοιχείο της πολιτιστικής παράδοσης και τοπικής ταυτότητας, εγγεγραμμένο στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς από το 2018, καθώς διατηρεί πολύτιμα παραδοσιακά στοιχεία, που σχετίζονται με τοn χορό, την ενδυμασία και το τραγούδι.

Ξεκίνησε στα προεπαναστατικά χρόνια, ως μία λαϊκή θρησκευτική γιορτή που συνδεόταν με την αλιευτική περίοδο, και, ειδικά οι εορτασμοί του Φεβρουαρίου, σηματοδοτούσαν το τέλος της μίας χρονιάς και την αρχή της νέας. Άλλωστε μέχρι και σήμερα η γιορτή ολοκληρώνεται πραγματικά και συμβολικά στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας της Κλείσοβας την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, σε ανάμνηση της μάχης της Κλείσοβας.

Μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου, το περιεχόμενό του πανηγυριού διευρύνθηκε,  προσλαμβάνοντας και το χαρακτήρα δημόσιου μνημόσυνου για τους πεσόντες. Ως χρόνος επιλέχθηκε το μεγάλο Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής και ως τόπος το ιστορικό μοναστήρι, στενά συνδεδεμένο με την ηρωική έξοδο. Με το πέρασμα του χρόνου αυτή η μέρα της μνήμης επεκτάθηκε στη μέρα της Αναλήψεως και εμπλουτίσθηκε με νέες εκδηλώσεις.

Γενικά το πανηγύρι των αρματωμένων αποτελεί μια συνάντηση με τους προγόνους, αλλά και μία γιορτή ελευθερίας, ειρήνης, χαράς και ζωής.  Διατηρεί μέχρι σήμερα την αυθεντικότητά του, τον “πρωτογονισμό” και τα “διονυσιακά” του στοιχεία, καθώς και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, την οποία συνθέτουν τα στοιχεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η παραδοσιακή μουσική από τους ζουρνάδες και τα νταούλια, οι χοροί και τα χορευτικά δρώμενα, οι παραδοσιακές τοπικές φορεσιές (ντουλαμάδες) και αρματωσιές. Ψυχή του πανηγυριού είναι οι αρματωμένοι και οι καβαλαραίοι, οργανωμένοι σε «παρέες» 10-15 ατόμων, με αρχηγό τους τον «καπετάνιο», έμπειρο πανηγυριστή.  Οι παρέες διακρίνονται για την ικανότητά τους στο χορό και το τραγούδι. Τραγουδούν και χορεύουν παλιά ρουμελιώτικα δημοτικά τραγούδια, μεσολογγίτικα μοιρολόγια και «αησυμιώτικα», ενώ οι ρομά λαϊκοί οργανοπαίκτες παίζουν οργανικά κομμάτια, όπως η Μπαντονάδα ή Μυρολόι τ’ Αλή Πασά. Ανάμεσα  στους χορούς θέση έχουν και χορευτικές αναπαραστάσεις, όπως ο «χορός του πεθαμένου» και πολλές άλλες.