Το φαράγγι της Κλεισούρας αποτελεί μία φυσική δίοδο διαμέσου της οροσειράς του Ζυγού (αρχ. Αράκυνθος), βορειοανατολικά του Αιτωλικού, που συνδέει την περιοχή του Μεσολογγίου με αυτή του Αγρινίου. Έχει μήκος περίπου 3 χλμ. και είναι χαρακτηρισμένη ως τόπος ιστορικός και τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (ΥΑ Φ31/44305/3437/28-9-1973 ΦΕΚ 1195/Β/05.10.1973). Ίσως έχει σχηματιστεί από τη δραστηριότητα ποταμού και αποτελεί παλαιά αδρανή κοιλάδα ροής του Αχελώου ή του Ερμίτσα. Από το Δ. Βικέλα στα τέλη του 19ου αι. χαρακτηρίζεται και ως «Κύκνεια Τέμπη», έκφραση που παραπέμπει στο έργο “Μεταμορφώσεις” του Ρωμαίου ποιητή Οβίδιου.

Πρόκειται για ένα πολύ εντυπωσιακό και επιβλητικό τοπίο, που πλαισιώνεται από κατακόρυφα τοιχώματα. Η πορεία του δεν είναι ευθύγραμμη και περίπου στο μέσον του σχηματίζεται κάθετη «πόρτα». Οι προεξοχές των πλευρών του είναι καλυμμένες με δέντρα και θάμνους, ενώ στο εσωτερικό του φαραγγιού διαμορφώνονται σπηλιές και καταρράκτες και φωλιάζουν όρνια.

Σύμφωνα με μία άποψη, σε κατάλοιπα αρχαίας οχύρωσης που βρίσκεται στα Φραγκουλέικα, στη βόρεια έξοδο της Κλεισούρας, σε  θέση που δεσπόζει στο κεντρικό τμήμα του φαραγγιού, τοποθετείται, λόγω και της ονομασία της (πύλη  – πέρασμα), η ομηρική Πυλήνη, πόλη που συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία, και η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Πρόσχιον.

Η επικοινωνία με την περιοχή του Αγρινίου μέσω της Κλεισούρας στα νεότερα χρόνια ήταν δύσκολη και επικίνδυνη, καθώς το πέρασμα καλυπτόταν από δέντρα, όπου παραμόνευαν ληστές οχυρωμένοι σε ταμπούρια. Αναφέρεται μάλιστα ότι ένα τμήμα του φαραγγιού λεγόταν «πεδιάδα των τάφων», λόγω των πολλών φόνων που είχαν γίνει εκεί. Στο εσωτερικό της Κλεισούρας και συγκεκριμένα στη βόρεια είσοδο που σχηματίζεται ανάμεσα στα χωριά Φραγκουλαίικα και Χρυσοβέργι, σε χαμηλό ύψωμα λίγο πιο νότια από τα Φραγκουλαίικα υπήρχε καζάρμα (πύργος ή πυργοκατοικία). Τέτοιου είδους κτίσματα ήταν αρκετά συνηθισμένα επί Τουρκοκρατίας τον 17ο και κυρίως τον 18ο αιώνα, χτισμένα συνήθως από Τούρκους γαιοκτήμονες έξω από τα χωριά. Αναφέρεται από τον γάλλο περιηγητή M. Raoul de Malherbe (1834), μαζί με κάποιον άλλο πύργο που υπήρχε στα δεξιά της εξόδου του φαραγγιού και ήταν ήδη τότε ερειπωμένοι. Σήμερα διακρίνονται τα ερείπια μόνο του ενός πύργου.

Εντός του φαραγγιού βρίσκεται η μονή της Αγ. Ελεούσας, στον χώρο όπου υπήρχε τον 13ο αι. η μονή της Θεοτόκου Ελεούσης, γνωστή από τα κείμενα του μητροπολίτη Ιωάννη Απόκαυκου.