Τα κλειστά ιχθυοτροφεία της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου είναι γνωστά ως ιβάρια, διβάρια ή βιβάρια, όρος που προέρχεται από τη λατινική λέξη vivarium, που σημαίνει εκτροφείο. Θεωρείται ιταλικής προέλευσης και συνεπώς υποδηλώνει τις πολιτιστικές σχέσεις των δύο περιοχών. Ο θεσμός ανάγεται στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, οπότε οι χώροι εκμισθώνονταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αποτελούσαν έσοδα του σουλτάνου. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους ανήκουν πλέον στο Δημόσιο και εκμισθώνονται από αυτό. Χαρακτηριστικό είναι ότι η θέση των παραδοσιακών διβαριών μένει αμετάβλητη από το 1826.

Πρόκειται για φυσικά ιχθυοτροφεία, που οριοθετούνται από πασσαλόπηκτες, τραπεζοειδείς κατασκευές και η έκτασή τους φτάνει περίπου τα 120 τ.μ.  Το ψάρεμα στα ιβάρια γίνεται με τη χρήση ιχθυοφραγμών και ψαροπαγίδων (πήρων) από καλαμωτές, ή σήμερα από πλαστικά πλέγματα, που κλείνουν τα ψάρια στο ιχθυοτροφείο, τα οποία στη συνέχεια αλιεύονται αποκλειστικά με απόχες. Η αλιευτική δραστηριότητα προσαρμόζεται στις καιρικές συνθήκες, αλλά κυρίως την άμπωτη και την παλίρροια που εναλλάσσονται κάθε έξι ώρες. Οι ψαράδες αφήνουν ανοικτές τις πόρτες  / μπούκες των ιχθυοτροφείων από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάιο, ώστε να μπουν μέσα τα ψάρια και να μην είναι δυνατή η ελεύθερη επιστροφή τους στη θάλασσα, και στη συνέχεια γίνεται η σύλληψή τους.

Η οργάνωση της παραγωγής στα ιβάρια απαιτεί τη συντονισμένη δράση ομάδας ανθρώπων, του “τσούρμου”. Εκτός από την αλιευτική δραστηριότητα περιλαμβάνει και την μεταποίηση, δηλαδή το πάστωμα των ψαριών, που γίνεται το χειμώνα, την παραγωγή αυγοτάραχου, αλλά και τη μεταφορά τους. Η αλιεία στα ιβάρια είναι πιο αποδοτική από την ελεύθερη αλιεία, με αποτέλεσμα η μίσθωση των ιχθυοτροφείων να γίνεται αντικείμενο έντονων διεκδικήσεων.

Προβολή 360