Ένα από τα σημαντικότερα ασκηταριά του όρους Βαράσοβα εντοπίζεται σε αυτή την απόκρημνη πλευρά του, κοντά στην κορυφή του, απ΄ όπου έχει κανείς θέα από τον Εύηνο ποταμό μέχρι την Κάτω Βασιλική. Πρόκειται για τρεις σπηλαιώδεις κοιλότητες σε παράταξη, οι οποίες συνιστούν ένα μοναστηριακό συγκρότημα μεσοβυζαντινών χρόνων. Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές γι΄αυτό και δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά. Στο στόμιο της κεντρικής κοιλότητας βρισκόταν ο ναός, ενώ οι διπλανοί χώροι χρησίμευαν για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των μοναχών. Φαίνεται ότι το συγκρότημα θα μπορούσε να υποστηρίξει τη διαβίωση 6-12 ατόμων. Γειτονικά σπήλαια δεν διασώζουν κανένα στοιχείο υποδομής και, εφόσον απουσιάζουν χώροι κατάκλισης, το κεντρικό θα μπορούσε να λειτουργεί ως Κυριακό, δηλ. ως κύριος ναός μιας σκήτης, στον οποίο θα μαζεύονταν οι ασκητές της βορειοανατολικής Βαράσοβας στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής.

Στα υπάρχοντα κατάλοιπα διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Στην αρχική ανήκει ο μονόχωρος καμαροσκεπής ναός, διαστάσεων 3,60 Χ 4,50 μ. Στη δεύτερη σημειώνεται επέκταση και ανακαινίζεται η είσοδος του ασκηταριού με κλίμακα. Το συγκρότημα οριζόταν από αμυντικό τοίχο, εξωτερικά του οποίου εκτεινόταν μικρό κοιμητήριο. Εξωτερικά της εισόδου διατηρούνται επίσης κατάλοιπα κτιστής καμαροσκεπούς δεξαμενής.

Σήμερα στο εσωτερικό του σπηλαίου σώζονται τέσσερις τοιχογραφικές παραστάσεις, σε κακή κατάσταση, λόγω της υγρασίας και μεταγενέστερων επεμβάσεων που έχουν γίνει σε αυτές. Εικονίζουν τη Μεταμόρφωση, την Πεντηκοστή, με τους δώδεκα Αποστόλους ένθρονους σε μία σειρά και το Άγιο Πνεύμα να κατέρχεται με τη μορφή πύρινων γλωσσών, την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, με δύο αγγέλους με αυτοκρατορική στολή και σκήπτρα εκατέρωθεν σταυρού. Οι μορφές εμφανίζουν έντονα αρχαϊκά στοιχεία και χαρακτηρίζονται από τις μαλακές πτυχώσεις. Ο ζωγραφικός διάκοσμος παρουσιάζει τεχνοτροπικό χαρακτήρα που καλείται «καππαδοκικός» και επικράτησε εκτός της περιοχής της Καππαδοκίας μεταξύ του 9ου και 12ου αι. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον καθηγητή Αθ. Παλιούρα, φαίνεται ότι Καππαδόκες ή Μικρασιάτες ζωγράφοι ταξίδεψαν στην κάτω Ιταλία μετά από πρόσκληση των εκεί ελληνικών μοναστηριών, ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο Κορινθιακού – Πατραϊκού. Οι μετακινούμενοι ζωγράφοι πιθανότατα θα αποβιβάζονταν και σε κάποια σκάλα της Βαράσοβας και θα παρέμεναν για να ζωγραφίσουν στα σπήλαια – ασκηταριά της περιοχής. Η εικονογράφηση του συγκεκριμένου σπηλαίου πιθανότατα ανήκει κατά τον ίδιο στην πρώιμη μετεικονομαχική περίοδο και κυρίως στον 10-11ο αι. Αντίθετα, ο ακαδημαϊκός Π. Βοκοτόπουλος θεωρεί ότι είναι έργο επαρχιακού εργαστηρίου και ανάγονται πιθανώς στον 13ο-14ο αιώνα.