Η σπηλαιώδης μονή, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά του όρους Αράκυνθος, κοντά στο χωριό Ελληνικά. Έχει πρόσβαση από το Κεφαλόβρυσο, από όπου ύστερα από 1,5 ώρα δύσκολης πορείας προς βορειοανατολικά, φτάνει κανείς σε απότομη χαράδρα, πάνω από την οποία βρίσκεται το σπήλαιο, σε ύψος περίπου 50 μ., με θέα προς τη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού. Στο άνοιγμα του σπηλαίου έχει τοποθετηθεί εξέδρα για τους προσκυνητές. Ο ναός γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου και στις 20 Μαΐου.
Η μονή βρισκόταν στα όρια της Επισκοπής Αχελώου και αναπτυσσόταν μέσα σε γειτονικά σπήλαια στις δυτικές κλιτύες της οροσειράς του Αράκυνθου. Το καθολικό είναι διαμορφωμένο μέσα στο μεγαλύτερο από τα σπήλαια, ως μονόχωρος ναΐσκος με ημικυκλική αψίδα. Στη θέση του προφανώς οφείλει το κυρίως όνομά του, που σημαίνει κρεμασμένος, μετέωρος, ενώ το παρώνυμο σπηλαιώτης συνδέεται ίσως με τους πρώτους μοναχούς που έμεναν εκεί. Ιδρυτής ήταν ο μοναχός Νίκανδρος (990-1005), το όνομα του οποίου διασώθηκε σε επιγραφή στο μεγάλο σπήλαιο.
Η παρουσία της σπηλαιώδους μονής υποδηλώνει την ύπαρξη ενός σημαντικού ασκητικού κέντρου στην περιοχή, το οποίο γνώρισε ακμή τον 12ο αι., στο δεύτερο μισό του οποίου έγινε η τοιχογράφηση του κυρίως ναού, από τον μοναχό Νίκανδρο. Η μονή μας είναι γνωστή από τα κείμενα του Ιωάννη Απόκαυκου (13ος αι.), ο οποίος έδειξε γι΄ αυτή μεγάλο ενδιαφέρον. Επιπλέον, από χειρόγραφο που βρίσκεται στην Εκκλησία του Χριστού στην Οξφόρδη και γράφτηκε το 1172 στη μονή, μαρτυρείται ότι υπήρχε δραστηριότητα αντιγραφής χειρογράφων και συνεπώς παρουσία λόγιων στο μοναστήρι.
Το σπήλαιο είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες, προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του χώρου, οι οποίες χρονολογούνται στα τέλη 10ου – 11° αι. και τις αρχές του 13ου αιώνα. Οι περισσότερες δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση, καθώς τμήματά τους είτε καλύπτονται από άλατα είτε από ποικίλα χαράγματα είτε έχουν καταστραφεί εντελώς. Δεξιά της εισόδου σώζεται η Θεοτόκος όρθια να κρατά μετάλλιο με τον Χριστό. Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες διαμορφώνουν συνεχή ζώνη και οι παραστάσεις χωρίζονται με κόκκινες ταινίες. Το επίθετο σπηλιότισσα απαντάται και σε επιγραφή που συνοδεύει την παράσταση της Θεοτόκου-Πλατυτέρας στο βάθος του μεγάλου σπηλαίου.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος παρουσιάζει «καππαδοκική» τεχνοτροπία, που επικράτησε εκτός της περιοχής της Καππαδοκίας μεταξύ 9ου-14ου αι. Καππαδόκες ή Μικρασιάτες ζωγράφοι ταξίδεψαν στην κάτω Ιταλία, μετά από πρόσκληση των εκεί ελληνικών μοναστηριών, ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο Κορινθιακού – Πατραϊκού. Ο διάκοσμος του σπηλαίου φαίνεται να είναι έργο λαϊκού καλλιτέχνη, που χρησιμοποιεί αλλού πιο αρχαϊκά και αλλού πιο σύγχρονα πρότυπα.
Στην ανατολική πλευρά του σπηλαίου σχηματίζεται ανεξάρτητη κόγχη, διακοσμημένη με αγιογραφίες, ενώ βραχογραφίες υπάρχουν και έξω από το σπήλαιο, σε απόσταση 30 μ. Για τις ανάγκες της μονής υπήρχε ακόμη κινστέρνα καμαροσκεπής για τη συγκέντρωση του βρόχινου νερού. Στα βόρεια του μεγάλου σπηλαίου και σε απόσταση περίπου 20 μ. βρίσκεται μικρότερο σπήλαιο, το οποίο ήταν επίσης τοιχογραφημένο και διατηρεί τμήμα του διακόσμου του.