Στη νότια πλαγιά της Βαράσοβας, κρυμμένο μέσα σε μία πτυχή του βουνού, σε υψόμετρο 80 μ. περίπου, βρίσκεται μεγάλο φυσικό σπήλαιο. Η θέση του είναι ιδιαίτερα προστατευμένη και ελέγχει την είσοδο Πατραϊκού κόλπου, με θέα προς την πλευρά της Αιτωλίας και το Μεσολόγγι. Η πρόσβαση στο σπήλαιο γίνεται με πλωτό μέσο δια θαλάσσης και στη συνέχεια ακολουθώντας σύντομο, σχετικά απότομο μονοπάτι, που φτάνει έως την είσοδό του.
Η αρχική ανθρωπογενής χρήση του εντοπίζεται στην προϊστορία, στο τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής και στη Μεσολιθική εποχή (περίπου 20000-10000 χρόνια από σήμερα), οπότε και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κατοίκησης. Τα ίχνη αυτά έχουν βρεθεί σε βάθος πολλών μέτρων κάτω από το σημερινό επίπεδο, ενώ προϊστορική ταφή σε πίθο εντοπίστηκε κατά τη συστηματική έρευνα της βυζαντινής φάσης του σπηλαίου.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου σήμερα σώζονται ερείπια βυζαντινού οργανωμένου ασκητικού συγκροτήματος αφιερωμένου στον Άγιο Νικόλαο, το οποίο ερευνήθηκε μεταξύ των ετών 1991-2001. Φαίνεται ότι στα χρόνια της λειτουργίας του φιλοξενούσε μια μικρή αδελφότητα. Το συγκρότημα περιελάμβανε ναΐσκο, διώροφα κελιά, τριώροφο πύργο-παρατηρητήριο στη βορειοδυτική γωνία, το υπόγειο του οποίου χρησιμοποιούνταν ως αποχωρητήριο, δεξαμενές νερού και κοιμητήριο, ενώ σε ένα μικρότερο σπήλαιο υπήρχε εστία και φωτάναμα. Ως οχυρωματικό τείχος χρησίμευε μια ενιαία φρουριακή κατασκευή, πάχους 1,20 μ. και ύψους 8-10 μ. Παράλληλα, υπήρχε και ένα ακόμη μικρό προτείχισμα, άγνωστης χρονολόγησης.
Ο μονόχωρος ναΐσκος είχε διαστάσεις 9,50 Χ 6,15 μ. και ημικυκλική αψίδα. Σήμερα διατηρείται ερειπωμένος. Βόρεια του διατηρείται δεξαμενή – αγίασμα. Το άνοιγμα του σπηλαίου έφρασσε εγκάρσιο διώροφο κτίσμα με τα κελιά και μικρό σκεπαστό διάδρομο, που διαμόρφωνε το διαβατικό. Αρράβδωτοι κίονες και τμήματα λίθινων θωρακίων με ανάγλυφη διακόσμηση με σταυρούς, κλάδους και ρόδακες προδίδουν στενή σχέση με μνημεία της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Κατά την έρευνα βρέθηκαν ακόμη ίχνη περίπου 20 στασιδιών, καθώς και ζωγραφικού διακόσμου.
Μικρότερα σπήλαια και κόγχες ανοίγονται βόρεια και νότια του κεντρικού σπηλαίου. Στα βορειοανατολικά σχηματίζεται κόγχη σε ύψος 12 μ. πάνω από το σπήλαιο, στην οποία υπήρχε πρόσβαση μέσω ξύλινης σκάλας και λειτουργούσε ως εγκλείστρα ή και για την προστασία των μοναχών από τους πειρατές. Εκεί θα ανέβαινε ο «έγκλειστος» και θα παρέμενε για αρκετό διάστημα, προκειμένου να αφοσιωθεί στην προσευχή ή τη συγγραφή κάποιου ασκητικού κειμένου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι πρόκειται για το μοναδικό δείγμα εγκλείστρας στην Ελλάδα.
Η κτίση του μοναστηριού ανάγεται στον 10ο αιώνα και ήταν σε χρήση μέχρι τον 19ο αι. Μέχρι και σήμερα, μία φορά τον χρόνο, στις αρχές Ιουλίου, τελείται εκεί η Θεία λειτουργία και οι πιστοί μεταφέρονται με βάρκες από τη θάλασσα.