Το μνημείο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 2 χλμ. νότια του χωριού Αγ. Γεώργιος, σε ύψωμα που δεσπόζει στην δεξιά όχθη του ποταμού Εύηνου. Είναι σε χρήση μέχρι σήμερα και λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός του χωριού. Στον αυλόγυρο υπάρχουν αρράβδωτοι κίονες από μάρμαρο και γρανίτη. Πρόκειται για βασιλική που αποτελούσε μέρος ευρύτερου χριστιανικού συγκροτήματος, ενώ άλλα προσκτίσματά της εντοπίστηκαν το 1979 νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά της.
Το αρχικό κτίσμα ανήκει στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους και ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, η οποία πρέπει να ερειπώθηκε μεταξύ του β΄ μισού του 6ου και τον 8ο αι. Από τη φάση αυτή διατηρείται τμήμα της τοιχοδομίας της ημικυλινδρικής αψίδας, με δύο πλάγιες ακτινωτές αντηρίδες, ενώ διακρίνεται ακόμη στους ανατολικους τοίχους του ναού και τα κατώτατα μέρη της τοιχοδομίας των πλευρικών τοίχων. Στην αψίδα υπάρχουν τρία μονόλοβα παράθυρα με πλίνθινα τοξωτά υπέρθυρα, που περιβάλλονται από οδοντωτή ταινία.
Στη μεσοβυζαντινή περίοδο (τέλη 9ου ή 10ο-11ο αι.) το κτίσμα επισκευάστηκε σημαντικά και ξανακτίστηκε ως τρίκλιτος ναός στην ίδια θέση. Επισκευές αναγνωρίζονται τόσο στην αψίδα του ιερού, όσο και στη βόρεια πλευρά του κτιρίου, ενώ διακρίνονται τρεις ακόμη οικοδομικές φάσεις βυζαντινών χρόνων.
Την Εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1479) ο ναός έγινε πλέον μονόχωρος. Στην ανακατασκευή διατηρήθηκε το πρωτοβυζαντινό σχέδιο, αλλά φράχθηκαν τα παράθυρα της αψίδας και κτίστηκε και τρίτη αντηρίδα. Στην ίδια φάση ανήκουν και οι τοιχογραφίες της αψίδας, οι οποίες όμως σφυροκοπήθηκαν για τη στερέωση νεώτερου στρώματος. Διακρίνεται η Θεοτόκος μεταξύ δύο αρχαγγέλων με αυτοκρατορική στολή και ένας άγιος σε μικρότερη κλίμακα. Αρχικά θα υπήρχε και άλλος τοιχογραφικός διάκοσμος που σήμερα δεν είναι πλέον ορατός.
Ο ναός πήρε τη σημερινή του μορφή επί Τουρκοκρατίας, αφού είχε και πάλι ερειπωθεί στο μεταξύ. Οι επεμβάσεις που έγιναν μείωσαν το αρχικό του μέγεθος στο μεσαίο κλίτος και αλλοίωσαν αρκετά χαρακτηριστικά του. Στη φάση αυτή ανήκει το μεγαλύτερο τμήμα των μακρών πλευρών και η πρόσοψη, με ελαφρώς οξυκόρυφο παράθυρο, το τύμπανο του όποιου κοσμείται με πυροστρόβιλο.