Για βαρκάδα στη λιμνοθάλασσα

Μία από τις ωραιότερες εμπειρίες που προφέρονται για την εξερεύνηση της περιοχής είναι η περιήγηση της λιμνοθάλασσας με πλοιάρια, από όπου έχει κανείς τη δυνατότητα να θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου, την ηρεμία της λιμνοθάλασσας και την πλούσια ορνιθοπανίδα. Ταυτόχρονα όμως, η προτεινόμενη θαλάσσια διαδρομή, σκοπό έχει να αναδείξει στοιχεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορικά γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τη λιμνοθάλασσα, ενώ σχετίζεται και με το ρόλο που διαδραματίζει το υδάτινο στοιχείο στη διάδοση του πολιτισμού.

Πλέον προσφέρονται οργανωμένα προγράμματα ξεναγήσεων με παραδοσιακά σκάφη, μέσω των οποίων μπορεί κανείς να επισκεφθεί νησάκια της λιμνοθάλασσας, να επιδοθεί σε ορνιθοπαρατήρηση ή να επισκεφτεί τα ιβάρια και τις πελάδες των ψαράδων, ενώ ο Ναυτικός Όμιλος Μεσολογγίου (https://nommes.gr/) διοργανώνει δραστηριότητες με κανόε καγιάκ, σχεδόν όλη τη διάρκεια του έτους. Συνεπώς μπορεί κανείς, ανάλογα με τη δραστηριότητα και τη διαδρομή που θα ακολουθήσει, να μεταβεί σε συγκεκριμένους σταθμούς και να εντρυφήσει στην ιστορία, τον πολιτισμό και την εξέλιξη του παραθαλάσσιου μετώπου της Ιερής Πόλης.

Το σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών του Μεσολογγίου διακρίνεται σε έξι επιμέρους λιμνοθάλασσες, το βάθος των οποίων κυμαίνεται από 0,30 μ. έως 1,60 μ., εκτός της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, όπου το μέγιστο βάθος ξεπερνά τα 30 μ., διαφοροποίηση που οφείλεται στον διαφορετικό σχηματισμό της, σε σχέση με τις υπόλοιπες του συμπλέγματος. Οι  λιμνοθάλασσες του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού επικοινωνούν μέσω ενός στενού στομίου και λειτουργούν σαν ενιαίο σύστημα. Ο σχηματισμός αυτής του Αιτωλικού οφείλεται στη δημιουργία ρηγμάτων, στην εν συνεχεία καταβύθιση μίας μεγάλης ακανόνιστης λεκάνης, μετα-πλειοκαινικής ηλικίας, και στην κατάκλυσή της από τα νερά της θάλασσας. Αρχικά ήταν ανοιχτή προς τα νότια, ενώ στη συνέχεια απομονώθηκε, κυρίως από φερτά υλικά χειμάρρων του Αράκυνθου. Είναι φτωχότερη σε αλάτι σε σχέση με του Μεσολογγίου, καθώς χύνονται σε αυτή πηγές γλυκού νερού.

Η αβαθής λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου χωρίζεται από την ανοικτή θάλασσα με αμμοθίνες και αμμονησίδες, που διαμορφώνουν ένα επίμηκες μέτωπο, μήκους 25 περίπου χιλιομέτρων, απο το νησί της Τουρλίδας έως τον Κουτσιλάρη, που παλαιότερα αναφέρεται ως “Ράμμα“. Ο ρόλος τους είναι καθοριστικός για την άγρια ζωή και τη βλάστηση, τη διατήρηση της ακτογραμμής και την υπόγεια υδροφορία. Περικλείει ένα σύνολο από ακατοίκητα  μικρά νησιά, όπως το Βασιλάδι, η Κλείσοβα, ο Αη-Σώστης, το Κόμμα, ο Σχοινιάς, η Προκοπάνιστος, ο Ντολμάς, η Θολή, ο Παλαιοπόταμος και ο Πόρος, όπου λειτουργούν ιχθυοτροφεία, τα γνωστά ως “ιβάρια”. Χαρακτηριστικό της είναι ότι περιέχει πολύ αλάτι, καθώς δεν δέχεται γλυκά νερά και το καλοκαίρι υπάρχει λόγω του μικρού βάθους μεγάλη εξάτμιση. Τα νερά της υπόκεινται στο φαινόμενο της άμπωτης και της παλίρροιας, που επηρεάζει αντίστοιχα και την κίνηση των ψαριών.

Οι λιμνοθάλασσες υπήρξαν σπουδαία πλουτοπαραγωγική πηγή ήδη από την αρχαιότητα. Από το Στράβωνα αναφέρεται άλλωστε η απόδοση στην ρωμαϊκή αποικία της Πάτρας της εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας της Καλυδώνας (Κλείσοβας), την οποία χαρακτηρίζει εύοψο, δηλαδή πλούσια σε ψάρια, ενώ στην ποιότητα των ψαριών της αναφέρεται και ο Αθήναιος, που αντλεί πληροφορίες από τον ποιητή Αρχέστρατο.

Η περιοχή έχει δεχθεί σημαντικές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις τη δεκαετία του 1960-70,  που αφορούν κυρίως στον διαχωρισμό της Κλείσοβας από την υπόλοιπη λιμνοθάλασσα και στην κατασκευή του λιμανιού του Μεσολογγίου. Μέχρι τότε το σύμπλεγμα είχε έκταση 220.000 στρ. και περιλάμβανε τρεις λιμνοθάλασσες :

α) τη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού,

β) τη λιμνοθάλασσα της Κλείσοβας στο νοτιοανατολικό μέρος του συγκροτήματος, η οποία είχε απομονωθεί από την υπόλοιπη κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Είχε μέγιστο βάθος 1,5 μ. και αποτελούσε ενιαίο τμήμα με τη σημερινή λιμνοθάλασσα της Βόρειας Κλείσοβας και του Διαύλου

και γ) την Κεντρική λιμνοθάλασσα, στο κεντρικό και νότιο τμήμα του συμπλέγματος, που περιελάμβανε και τις περιοχές που σήμερα αποτελούν τις λιμνοθάλασσες της Θολής και του Παλαιοπόταμου.

Τα δύο ποτάμια της περιοχής, ο Εύηνος και ο Αχελώος, σε συνδυασμό με τα θαλάσσια ρεύματα και κύματα, ευθύνονται για τη δημιουργία του συμπλέγματος των λιμνοθαλασσών, αλλά και για τον εμπλουτισμό τους σε οργανικές ύλες. Στις δελταϊκές τους περιοχές βρίσκουν καταφύγιο και τροφή πολλά είδη πουλιών, ενώ στις όχθες τους αναπτύσσεται έντονη υγροτοπική βλάστηση από ιτιές, πικροδάφνες, καλαμιές, νεροκρίνους, υδρόφιλους θάμνους και δέντρα. Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού είναι  μάλιστα ο δεύτερος σε αριθμό ατόμων υγρότοπος, καθώς η έκταση και η ιδιαίτερη μορφολογία της προσελκύουν μεγάλο αριθμό και είδος υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών κατά τη μετανάστευση, την αναπαραγωγή ή τη διαχείμαση τους. Για τους λόγους αυτούς προστατεύεται από τη «Σύμβαση για τους Υγρότοπους Διεθνούς Σημασίας ως Ενδιαιτήματος για Υδρόβια Πουλιά» (Σύμβαση RAMSAR). Στην περιοχή καταμετρούνται τον χειμώνα πάνω από 20.000 υδρόβια πτηνά, σε τακτική βάση. Στη δυτική όχθη της κεντρικής Λιμνοθάλασσας έχουν διαμορφωθεί με αναχώματα κλειστές και πολύ ρηχές λεκάνες, όπου κάθε χειμώνα παρατηρείται η μεγαλύτερη στην Ελλάδα συγκέντρωση παρυδάτιων πουλιών.

Οι παράκτιοι υγρότοποι υφίστανται γενικότερα ιδιαίτερα μεγάλη πίεση από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι κύριοι παράγοντες που προκαλούν την υποβάθμιση των υγροτόπων είναι η κατασκευή αρδευτικών έργων, και οι εκτροπές των ποταμών που προκαλούν αλλαγές στη ροή του νερού, η υπερβολική άντληση νερού, οι εκχερσώσεις και το παράνομο κυνήγι, οι εκροές από τις αγροτικές καλλιέργειες και τα αστικά λύματα, που προκαλούν ρύπανση του νερού.

Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου έχει περίπου έκταση 135 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα ρηχά νερά της βοηθούν στην ανάπτυξη πλούσιας χλωρίδας από φύκη και θαλάσσια μακρόφυτα, που αποτελούν τροφή για την πλούσια πτηνοπανίδα της. Υπολογίζεται ότι το οικοσύστημά της μπορεί να συντηρήσει περισσότερο από 25.000 πουλιά.

Το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι ήδη από την περίοδο της Βενετοκρατίας απετέλεσαν λιμάνια που γνώρισαν αυξημένη εμπορική κίνηση και ωφελήθηκαν από τα οικονομικά μέτρα των Βενετών και συγκεκριμένα από τους μειωμένους δασμούς. Προσεγγίζονταν μέσω βαθύτερων αυλακιών στη λιμνοθάλασσα, τα οποία συντηρούνταν τεχνητά μέχρι τον 19ο αι. και ειδικά την περίοδο ακμής του λιμανιού του Μεσολογγίου, τον 18ο αι.  Πρόκειται για τους αβλέμονες, φυσικές τάφρους στον πυθμένα, πιθανώς απομεινάρια παλαιών ποτάμιων ροών, συχνά σημαδεμένους με πασσάλους χωμένους στο βυθό. Λειτουργούσαν διαχρονικά ως θαλάσσιοι δρόμοι διόδου για τα σκάφη, καθώς και για τη διακίνηση τροφίμων και πολεμοφοδίων κατά τη διάρκεια του Επαναστατικού αγώνα. Κύρια είσοδος της λιμνοθάλασσας είναι μέχρι σήμερα ο αβλέμονας μεταξύ Βασιλαδιού και Άη Σώστη που καλείται “Βασιλικιά Πόρτα”. Αποτελεί μία φυσική διώρυγα, που σχηματίζεται 2,5 ΝΑ του Άη Σώστη και στη συνέχεια διακλαδίζεται προς διάφορες κατευθύνσεις, με κανάλια που καταλήγουν στο Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Άλλοι είναι το Κόμμα και ο Προκοπάνιστος, που είναι ευρύτεροι και βαθείς, ενώ υπάρχει και η λεγόμενη Μυστική Μπούκα, τεχνητός αύλακας, μέσω του οποίου η θάλασσα της Σκρόφας συγκοινωνεί με τη λιμνοθάλασσα.

Τα κυριότερα προϊόντα που διακινούνταν από τον 17ο αι. από τα λιμάνια του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικού) ήταν σταφίδα, λάδι, κρασί, ψάρια και αυγοτάραχο από τα ιχθυοτροφεία, βελανίδια, μαλλί, κερί, μέλι, μετάξι, σιτηρά, αλάτι, προϊόντα που εξάγονταν στις βενετικές περιοχές και αλλού. Στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνταν, επιπλέον, εσπεριδοειδή, ρύζι και καπνός, ενώ στην ενδοχώρα υπήρχε και πλούσια κτηνοτροφική παραγωγή.

Η μεγάλη ανάπτυξη όμως της ναυπηγικής και της εμπορικής ναυτιλίας έγινε το  18ο αι., όταν ναυπηγήθηκαν πλοία σε συνεργασία με Ιθακήσιους ναυτικούς. Οι οικισμοί γνώρισαν τότε μεγαλύτερη ακμή και άνοδο της αστικής τάξης και ο ναυτικός στόλος τους αναπτύχθηκε σημαντικά. Το Μεσολόγγι εξελίχθηκε σε μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο της δυτικής Στερεάς και ναυτιλιακός κόμβος για το Ιόνιο, όπου έφταναν πλοία από το Λιβόρνο, τη Νεάπολη, τη Γένοβα, τη Μασσαλία, την Τεργέστη, τη Ραγούζα και από άλλα λιμάνια. Παράλληλα, από το 1735 ήταν έδρα Γάλλου υποπρόξενου.

Πιο συγκεκριμένα, το λιμάνι του Μεσολογγίου γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του μεταξύ 1740-1770, οπότε ο στόλος του διέθετε 75 καράβια σε σύνολο 615 ελληνικών πλοίων. Ήταν μια ευημερούσα μικρή ναυτική πόλη, με στενές σχέσεις με τα Επτάνησα. Η οικονομική ανάπτυξη σχετιζόταν με την αύξηση του πληθυσμού, τη διοικητική ενίσχυση και τη γεωγραφική θέση της, αλλά και την παρακμή του λιμανιού της Ναυπάκτου.

Παρά την καταστροφή πολλών πλοίων και των δύο πόλεων το 1770, κατά τα Ορλωφικά, οι Μεσολογγίτες κατάφεραν να δημιουργήσουν νέο στόλο. Από τα δάση του Αιτωλικού-Μεσολογγίου (Γαλατάς, Νεοχώρι, Κρυονέρι, Λεσίνι, Κατοχή) εξαγόταν ξυλεία για βιοτεχνική (βαρελοποιία), οικοδομική ή οικιακή χρήση και μάλιστα προς τα Επτάνησα.

Στις αρχές του 19ου αι. ο E. Dodwell σημειώνει ότι τοπικά προϊόντα (λάδι, καλαμπόκι, σταφίδα, μαλλί, βαμβάκι, ρύζι, ψάρια, αλάτι, λινάρι, βελανίδια και αυγοτάραχο) εξάγονταν στη Σικελία, στη Γένοβα και στο Λιβόρνο. Λίγο πριν από την Επανάσταση, το Μεσολόγγι είχε περί τους 5.000 κατοίκους, οικονομική ακμή, με κοινωνική διαστρωμάτωση, ανεπτυγμένη παιδεία και πολιτισμό. Η ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα είχε μειωθεί σημαντικά, γεγονός που αποδίδεται στην πολιτική υπέρ του λιμανιού της Πάτρας και του Γαλαξιδίου και τις φορολογικές πιέσεις του Αλή Πασά, παρόλο που στην εποχή του υπήρχε σημαντικός βαθμός ευημερίας και ασφάλειας.

Ο αγώνας για την ανεξαρτησία ανέκοψε την οικονομική άνθηση της πόλης και κατέληξε στην σχεδόν πλήρη καταστροφή της το 1826. Στους μετεπαναστατικούς χρόνους, μετά την ανασυγκρότησή της, ως επαρχιακό κέντρο αντιμετώπισε αρχικά τον μαρασμό της ναυπηγικής, ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας, φαινόμενο γενικότερο στην Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση, άρχισε από το το 1830 η κατασκευή λιμανιού, για να γίνει στη συνέχεια ένα από τα πέντε πρώτα λιμάνια της χώρας.

Το αρχικό λιμάνι της πόλης ήταν από τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι περίπου το 1876 στη νησίδα του Βασιλαδίου, στην είσοδο της λιμνοθάλασσας. Εκεί προσέγγιζαν τα πλοία και στη συνέχεια οι επιβάτες μεταφέρονταν με μικρά πλοιάρια στην πόλη. Μάλιστα, ο Δ. Βικέλας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο πώς στα τέλη του 19ου αι. οι βαρκάρηδες συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να “κλείσουν” τα δρομολόγια, συναντούσαν τα ατμόπλοια στο ανοικτό πέλαγος και ανέβαιναν γρήγορα επάνω, πριν καλά – καλά αυτά αράξουν.

Εκτός από το εξωτερικό λιμάνι στο Βασιλάδι, από τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκε και εσωτερικό λιμάνι στη θέση Μώλος, με τη διάνοιξη ενός κλάδου στη βασική διώρυγα που συνέδεε τον Πατραϊκό με το Ανατολικό (Αιτωλικό), έτσι ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν στο Μεσολόγγι μικρά τροπιδοφόρα εμπορικά πλοία. Στα νησάκια της λιμνοθάλασσας Θολή και Προκοπάνιστος λειτουργούσαν μικρότερα αγκυροβόλια, κυρίως για την εξυπηρέτηση των ιχθυοτροφείων. Οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια, με γαίτα ή με σούστα (για μεταφορά τροφίμων).

Από το 1876 το λιμάνι της πόλης ήταν στην Τουρλίδα. Μετά την κατασκευή του επιθαλάσσιου δρόμου που τη συνέδεε με την πόλη, και όπου η κυκλοφορία γινόταν με άμαξες, υπήρχε σχεδόν καθημερινή συγκοινωνία με την Πάτρα. Το 1885 το λιμάνι  μεταφέρθηκε στο Κρυονέρι, από όπου το βαποράκι Καλυδών μετέφερε τους επιβάτες στην Πάτρα σε μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά.

Στις αρχές του 20ου αι. κατασκευάστηκε το σημερινό λιμάνι του Μεσολογγίου και αύλακας που έφτανε ως αυτό. Προοριζόταν για ατμόπλοια και καΐκια. Αρχικά  η λεκάνη του είχε το ¼ της σημερινής έκτασης και μέχρι το 1970 το 1/3, ενώ αργότερα διευρύνθηκε, με την πραγματοποίηση μεγάλων επεμβάσεων στη λιμνοθάλασσα.

Στο Μεσολόγγι σήμερα λειτουργεί επίσης τουριστικός λιμένας (μαρίνα), η οποία είναι η μόνη μαρίνα σε λιμνοθάλασσα στην Ευρώπη. Η σημερινή της δυναμικότητα είναι 200 αγκυροβόλια και 230 θέσεις στην ξηρά.

Η Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοακαρνανίας είναι μία από τις σημαντικότερες της χώρας στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Η ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα, μαζί με τις Εχινάδες Νήσους, καλύπτει το 25% της εθνικής παραγωγής. H ετήσια παραγωγή  κυμαίνεται μεταξύ των 150 και 230 τόνων ψαριών ετησίως. Στο σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου Αιτωλικού η αλιεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ταυτότητα, την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, αλλά και την τοπική γαστρονομία.

Η λιμνοθάλασσα έχει αβαθή, ήρεμα νερά, πλούσια για τα ψάρια σε τροφικά συστατικά και παράλληλα προσφέρει στην κοινωνία πλούσιους πόρους επιβίωσης. Επικοινωνεί με τα νερά της ανοιχτής θάλασσας του Πατραϊκού κόλπου και με αυτόν τον τρόπο ανανεώνεται, μέσω του φαινομένου της άμπωτης και της παλίρροιας, που επιτρέπει την απομάκρυνση τοξικών ουσιών, ρυπογόνων προϊόντων του μεταβολισμού των υδρόβιων οργανισμών και φυσικά την είσοδο και έξοδο ψαριών. Σήμερα απασχολούνται με το ψάρεμα λιγότερο από 700 άτομα, ενώ η ενασχόληση των νέων ηλικιών με την παραδοσιακή αλιεία είναι περιορισμένη και φθίνουσα.

Οι τοπικές τεχνικές αλιείας και η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας έχουν αναπτυχθεί με βάση την κίνηση των ψαριών και τον έλεγχο της μετακίνησής τους, η οποία γίνεται για λόγους αναζήτησης τροφής, ευνοϊκότερων περιβαλλοντικών συνθηκών και αναπαραγωγής. Έτσι, τους ανοιξιάτικους μήνες που η θερμοκρασία του νερού αυξάνει, λόγω του μικρού βάθους της και της ανόδου της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, ψάρια από την ανοιχτή θάλασσα εισέρχονται σε αυτή, ακολουθώντας τα αντίθετα ρεύματα των νερών που εξέρχονται από τη λιμνοθάλασσα κατά την άμπωτη. Αντίθετα, το χειμώνα που η θερμοκρασία των νερών είναι πολύ χαμηλή, τα ψάρια εγκαταλείπουν μαζικά τη λιμνοθάλασσα, μέχρι την άνοιξη, οπότε και αρχίζει η άνοδος της θερμοκρασίας των νερών.

Λόγω των ιδιαιτεροτήτων που εμφανίζει, η περιοχή διατηρεί έντονα στοιχεία παραδοσιακής αλιείας. Ακολουθούν τη συσσωρευμένη εμπειρία πολλών γενεών στο πλαίσιο της οικογενειακής μορφής παραγωγής και αποτελούν μέρος της συνολικότερης πολιτιστικής φυσιογνωμίας του τόπου. Οι πρακτικές αλιείας Εθνικού Πάρκου Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου – Αιτωλικού αποτελούν παραδοσιακή τέχνη και επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται για αιώνες στην ευρύτερη περιοχή, με πρακτικές καθώς και τυπολογικές και πολιτισμικές καταβολές από τα βυζαντινά – μεσαιωνικά χρόνια και συγκεκριμένα από τη Βενετοκρατία. Έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις πρακτικές της λιμνοθάλασσας της Βενετίας, που μαρτυρούν τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο περιοχές. Μέχρι σήμερα έχουν συντελεστεί ελάχιστες αναγκαίες προσαρμογές στη σύγχρονη πραγματικότητα, με τον εκσυγχρονισμό ορισμένων από τα υλικά που χρησιμοποιούνται.

Η παραδοσιακή αλιεία που ασκείται στα όρια του Εθνικού Πάρκου λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου – Αιτωλικού, εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2021, ως «ένα σύνολο αλληλένδετων παραδοσιακών γνώσεων και πρακτικών που συμβάλλουν στην αειφορική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, στην παραγωγή ποιοτικών παραδοσιακών προϊόντων διατροφής και στη βιωσιμότητα των τοπικών κοινοτήτων».

Η αλιεία στο σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου Αιτωλικού ασκείται είτε από μεμονωμένους αλιείς (σκάπουλοι – ελεύθεροι αλιείς) είτε από ομάδες αλιέων, με τη μορφή συνεταιρισμών που νοικιάζουν αλιευτικές θέσεις (διβάρια / ιβάρια) ή ολόκληρες λιμνοθάλασσες, στις οποίες έχουν το αποκλειστικό αλιευτικό δικαίωμα, προσφέροντας μεταξύ άλλων σημαντικά έσοδα στο ελληνικό δημόσιο.

Οι κίνδυνοι της θάλασσας στη ζωή των ψαράδων, έχουν γίνει αφορμή για την ανάπτυξη μίας λαϊκής θρησκευτικότητας γύρω από την αλιευτική δραστηριότητα (έναρξη και λήξη αλιευτικής παραγωγής, εσοδεύσεις κ.λ.π.), που εκδηλώνεται με θρησκευτικές γιορτές σχετικές με το ψάρεμα και με προσκυνήματα σε ιβάρια και νησίδες του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, όπως το εκκλησάκι της Παναγίας της Προκοπάνιστης, την Αγία Τριάδα Κλείσοβας, το Μοναστήρι του Άη Γιάννη στο ιβάρι της Θολής, και πολλά ακόμη.

Πέραν των αλιευμάτων και των εκλεκτών ψαριών, σημαντικό προϊόν είναι το αυγοτάραχο Μεσολογγίου, η παραγωγή του οποίου εκτιμάται σε 600‐700 kg ανά έτος, ενώ από το 2013 το αυγοτάραχο που παράγεται στα δημόσια ιχθυοτροφεία της περιοχής έχει πιστοποιηθεί και μικρή ποσότητα αυτού κυκλοφορεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.). Η παρασκευή του αυγοτάραχου διαρκεί 5-11 μέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, και περιλαμβάνει το αλάτισμα, το στέγνωμα στον αέρα και τη διατήρησή του μέσα σε κέλυφος από μελισσοκέρι. Ως προϊόν της περιοχής, και μάλιστα περιζήτητο, είναι γνωστό τουλάχιστον από την εποχή της Τουρκοκρατίας, αφού ο Εβλιά Τσελεμπή το αναφέρει ως καλό δώρο για σουλτάνους.

H λιμνοθάλασσα της Κλείσοβας με τη Βαράσοβα στο βάθος. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ. Φωτό: Studio Markianos.

Λιμνοθάλασσα Κλείσοβας

Φάρος Αγ. Σώστη. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ. Φωτό: Φ. Σαράντη.

Βασιλάδι – Αη Σώστης

'Αγ. Ιωάννης Θολής. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ.

Αγ. Ιωάννης Θολής

Η νησίδα Ντολμάς στο βάθος. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ. Φωτό: Γ. Μπούρχας.

Νήσος Ντολμάς ή Παλιόφουρνος

Σημερινή πελάδα. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ. Φωτό: Studio Markianos.

Πελάδες

Ψάρεμα στα ιβάρια. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ.

Αλιεία στα ιβάρια

Ψάρεμα με σταφνοκάρι στο Αιτωλικό. Αρχείο ΕΦΑΑΙΤ. Φωτό: Φ. Σαράντη

Αλιεία στην ανοικτή θάλασσα