Το όρος Βαράσοβα αποτελεί το ανατολικό όριο του «Εθνικού Πάρκου Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου – Αιτωλικού κάτω ρου και εκβολών ποταμών Αχελώου και Ευήνου και Νήσων Εχινάδων». Είναι χαρακτηρισμένο ως τόπος ιστορικός και τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους (ΥΑ Α/Φ31/4261/170/10 -3-1975 ΦΕΚ 325/Β/19.03.1975). Ο χαρακτηρισμός του οφείλεται στο ότι «σχετίζεται στενά με τον απελευθερωτικό αγώνα στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά και επειδή αποτελεί ένα από τα ωραιότερα ελληνικά όρη, που συνδέεται με εντυπωσιακό τρόπο με την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, το τοπίο της Πάτρας, προς το οποίο παρουσιάζει αφάνταστη ποικιλία πλαστικών όγκων και χρωματικών εναλλαγών και τον ορίζοντα της ηρωικής πόλης του Μεσολογγίου». Όπως επίσης χαρακτηριστικά σημειώνει ο E. Dodwell, η Βαράσοβα αποτελεί «το φυσικό φράγμα στη μανία της ανοικτής θάλασσας», αφού κατεβαίνει μέχρι την ακτή του Πατραϊκού κόλπου.
Το όρος έχει υψόμετρο 914 μ. και έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Χαλκίς και ήταν ομώνυμο της αντίστοιχης αρχαίας πόλης, που κατά τον Όμηρο συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία, και αναφέρεται ως «αγχίαλος». Διαθέτει μεγάλο αριθμό φυσικών σπηλαίων και βραχοσκεπών, που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο από την παλαιολιθική και νεολιθική εποχή, ενώ άλλα λειτούργησαν στους βυζαντινούς χρόνους ως ασκηταριά ή σπηλαιώδεις εκκλησίες και, ορισμένα από αυτά, φέρουν ζωγραφικό διάκοσμο.
Εκτός από τη χρήση των σπηλαίων, πολυάριθμα άλλα οικιστικά, οχυρωματικά και ταφικά κατάλοιπα, που εντοπίζονται κυρίως στις δυτικές και ανατολικές πλαγιές της και έχουν κατά καιρούς ερευνηθεί, αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλες τις φάσεις της αρχαιότητας, αποδεικνύοντας την πυκνότητα της κατοίκησης και τη συνεχή ύπαρξη ζωής επί σειράς αιώνων.
H Bαράσοβα έχει ακόμη χαρακτηριστεί από τον καθηγητή Π. Βοκοτόπουλο ως Άγιο Όρος της Αιτωλίας, καθώς κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν το μεγαλύτερο κέντρο μοναχισμού και ασκητισμού της περιοχής της. Κατά τον 9ο-12ο αιώνα μ.Χ. είχε προσελκύσει αναχωρητές, που βρήκαν στα φυσικά σπήλαιά της πρόσφορα καταλύματα για την απομάκρυνση από τα εγκόσμια, την κοσμική ζωή. Το όρος την περίοδο αυτή διαδραμάτισε κομβικό ρόλο. Εδώ φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν όλες οι μορφές βυζαντινής τέχνης: ζωγραφική, γλυπτική, μαρμαροτεχνία, ξυλογλυπτική και ψηφιδωτά. Ο Bazin περιγράφει πολυπρόσωπη ασκητική παρουσία και αναφέρει 72 εκκλησίες και παρεκκλήσια, καθώς και μοναστήρια, ήδη ερειπωμένα την εποχή που επισκέφτηκε την περιοχή, το 19ο αι. Άλλωστε, η ανάπτυξη μοναστηριών σε δυσπρόσιτες ορεινές θέσεις είναι γενικό φαινόμενο τον 10ο αι. σε όλη την Αυτοκρατορία, από την Καππαδοκία και τη Μακεδονία μέχρι την Κάτω Ιταλία. Ο ασκητικός αυτός χώρος πιθανότατα διαμόρφωσε τη δική του καλλιτεχνική παράδοση, αν και οι πληροφορίες μας είναι σήμερα περιορισμένες. Ο ασκητισμός στην περιοχή δεν έπαψε ούτε σε μεταγενέστερα χρόνια και διατηρήθηκε μέχρι την Άλωση.
Στα χρόνια της Επανάστασης το όρος διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο. Ο Δ. Βικέλας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι μόλις έγινε η Έξοδος του Μεσολογγίου, όσες γυναίκες κατάφεραν να διαφύγουν ζωντανές την τρομερή εκείνη νύχτα, ανέβηκαν στη Βαράσοβα, όπου περίμεναν τους Έλληνες οπλοφόροι, και ήταν άλλες ντυμένες ανδρικά και άλλες φορούσαν τα καλά τους, σαν να πήγαιναν σε γιορτή.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθιστούν τη Βαράσοβα ένα ιδιαίτερα πλούσιο και πολυσύνθετο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, που συνδέεται στενά με την περιοχή του Μεσολογγίου, καθώς μάλιστα μία από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες του τοπίου της πόλης είναι η αντανάκλαση του επιβλητικού ορεινού όγκου στα νερά της λιμνοθάλασσάς του.